ἀγλαώψ

Revision as of 12:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, bright-eyed, beaming, πεύκη S.OT214 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ῶπος de espléndido aspecto πεύκη S.OT 214.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λαμπροὺς ὀφθαλμούς, λάμπων· ἀγλαῶπι πεύκᾳ, μὲ λάμπουσαν δᾷδα, Σοφ. Ο. Τ. 214 (λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
à la flamme brillante (torche).
Étymologie: ἀγλαός, ὤψ.

Greek Monotonic

ἀγλαώψ: -ῶπος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει φωτεινά μάτια, λαμπρούς οφθαλμούς, ακτινοβόλος, αστραφτερός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαώψ: ῶπος adj. со сверкающим взором, т. е. сверкающий, яркий (πεύκη Soph.).

Middle Liddell

bright-eyed, beaming, Soph.