ἀλλιτάνευτος

Revision as of 12:49, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

Ep. for ἀλιτάνευτος, inexorable, AP7.483.

Spanish (DGE)

v. ἀλιτάνευτος.

German (Pape)

[Seite 103] unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 659 (VII, 483).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλιτάνευτος: Ἐπ. ἀντὶ ἀλιτάνευτος, ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, Ἀνθ. Π. 483.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexorable.
Étymologie: , λιτανεύω.

Greek Monotonic

ἀλλιτάνευτος: Επικ. αντί ἀ-λιτάνευτος, (λιτανεύω), αδυσώπητος, άκαμπτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλιτάνευτος: Anth. = ἄλλιστος.

Middle Liddell

λιτανεύω
inexorable, Anth.