ἀμφικεάζω

Revision as of 12:59, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

cleave asunder, in Ep. aor. part. -κεάσσας Od.14.12.

Spanish (DGE)

cortar, hendir, tallar alrededor τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσας quitando la madera alrededor del negro (corazón) de una encina, Od.14.12.

German (Pape)

[Seite 139] rings spalten, behauen, Od. 14, 12 ἀμφικεάσσας.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόπτω εἰς δύο. Ἐπ. μετοχ. ἀόρ. -κεάσας Ὀδ. Ξ. 12.

French (Bailly abrégé)

part. ao. épq. ἀμφικεάσσας;
fendre tout autour.
Étymologie: ἀμφί, κεάζω.

English (Autenrieth)

split or hew around; τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσᾶς, Od. 14.12†.

Greek Monolingual

ἀμφικεάζω (Α) κεάζω
σχίζω και από τις δύο πλευρές, περικόπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κεάζω «σχίζω»].

Greek Monotonic

ἀμφικεάζω: διασχίζω, κόβω στα δυο, Επικ. αόρ. αʹ -κεάσσας, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφικεάζω: обрубать, кругом стесывать (τὸ μέλαν δρυός Hom.).

Middle Liddell

to cleave asunder, Od.