ἀνοικισμός

Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ὁ, = ἀνοίκισις (shifting people upward and inland), Str.9.2.17, prob. in Ph.2.526. II rebuilding, restoration, πόλεων Hdn.3.6.9.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 emigración hacia el interior Str.9.2.17, Ph.2.526.
2 repoblación, reconstrucción τῶν πόλεων Hdn.3.6.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Στράβ. 406. ΙΙ. ἡ ἐκ νέου κτίσις, ἀνακαίνισις, ἐπανόρθωσις, πόλεων Ἡρωδιαν. 3. 6.

Greek Monolingual

ἀνοικισμός, ο (Α)
1. ανοίκιση
2. η ανοικοδόμηση, το ξαναχτίσιμο μιας πόλης.