ἀνομάλωσις

Revision as of 13:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

εως, ἡ, restoration of equality, equalization, ib.1274b9.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
igualación τῶν οὐσιῶν Arist.Pol.1274b9 (ἀνωμάλωσις cód.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομάλωσις: -εως, ἡ, ἴση διανομὴ πράγματός τινος, ἡ τῶν οὐσιῶν ἀνομάλωσις, ἡ ἴση διανομὴ τῶν περιουσιῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 12. - Ἡ ἔννοια δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῆς ἀνὰ προθ. καὶ τοῦ ῥήματος ὁμαλόω καὶ ὅτι δὲν παράγεται ἐκ τοῦ ἐπιθέτου ἀνώμαλος καὶ διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ γράφηται διὰ τοῦ ω.

Greek Monolingual

ἀνομάλωσις, η (Α) [ανομαλώ (-όω)
ίση διανομή («ἡ τῶν οὐσιῶν ἀνομάλωσις» — η ίση διανομή των περιουσιών
Αριστοτέλης).

Russian (Dvoretsky)

ἀνομάλωσις: εως ἡ уравнение, равномерное распределение (τῶν οὐσιῶν Arst.).