ἀνυποταξία

Revision as of 13:33, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ἡ, indiscipline, Phld.Lib.p.630.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
indisciplina Phld.Lib.p.63
desobediencia Cyr.Al.M.69.1240B.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποταξία: ἡ, τὸ μὴ ὑποτάσσεσθαι, Βασίλ. IV. 261A κ. ἄλλοι.

Greek Monolingual

η (Α ἀνυποταξία)
απείθεια, ανυπακοή
νεοελλ.
Στρ. στρατιωτικό αδίκημα κατά το οποίο στρατεύσιμος δεν παρουσιάστηκε για κατάταξη την τακτή ημερομηνία.