εἰσέλευσις
English (LSJ)
εως, ἡ, entrance, arrival, Vett. Val.226.22, Hsch.s.v. ἧξις (prob.l.), Thom.Mag.p.302R.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
entrada Vett.Val.215.15, Hsch.s.u. ἧξις, Phlp.in GA 21.18, Sch.Od.4.255, Eust.1900.44, πρὸς τὴν μάνδραν Sch.A.Pr.575aH., εἰς τὴν θάλασσαν Thom.Mag.p.302.
German (Pape)
[Seite 742] ἡ, das Hineingehen, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέλευσις: ἡ, εἴσοδος, Θωμ. Μ. 712, Παναρ. Χρον. Τραπεζ. σ. 367. 15.
Greek Monolingual
εἰσέλευσις, η (AM)
1. είσοδος, πέρασμα
2. άφιξη, ερχομός.