εἰστρέπομαι

Revision as of 15:19, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

turn in, [τὰ ἐκτὸς] ἐντὸς εἰ. turn outside in, Arist. HA621a8, cf. Heliod. ap. Orib.46.10.4:—Pass., fut. εἰστρᾰπήσομαι Antyll. ap. Aët.7.74.

Spanish (DGE)

volverse, darse la vuelta hacia dentro ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός ... · εἶθ' οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντός Arist.HA 621a8, τὰ εἰστρεπόμενα μυδίῳ ἀποτείνειν de los bordes de una herida, Heliod. en Orib.46.10.4.

Greek (Liddell-Scott)

εἰστρέπομαι: μέσ., τρέπω πρὸς τὰ ἔσω, πρὸς τὰ ἐντός, ὅταν καταπίῃ (ἡ σκολόπενδρα) τὸ ἄγκιστρον, ἐκτρέπεται τὰ ἐντὸς ἐκτός, ἕως ἂν ἐκβάλῃ τὸ ἄγκιστρον, εἴθ’ οὕτως εἰστρέπεται πάλιν ἐντὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37.8.

Greek Monolingual

εἰστρέπομαι (Α)
στρέφω προς τα μέσα.

Russian (Dvoretsky)

εἰστρέπομαι: поворачиваться (πάλιν ἐντός Arst.).