ἐγκοληβάζω

Revision as of 15:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

in Ar.Eq.263, gulp down, swallow up, v. Sch. ad loc., Hsch.; also expld. by ἐπὶ κόλοις βαίνειν, Suid. s.v. ἐκολαβήσας.

Spanish (DGE)

dud. patear, pisar la barriga al adversario caído en el suelo, prob. c. sent. obsc. dar por el culo εἶτ' ἀποστρέψας τὸν ὦμον αὐτὸν ἐνεκολήβασας c. juego de palabras, Ar.Eq.263 (cj.), cf. Sch.ad loc., EM 340.33G., Sud.s.u. ἐκολαβήσας, v. ἐγκολαβίζω.

German (Pape)

[Seite 709] nur bei Ar. Equ. 264, v.l. ἐνεκολάβησας, Schol. καταπέπωκας, wie die VLL. καταπιεῖν erkl. u. an ἄκολος denken, = hinunterschlucken, nach Eust. wie ein κόλαβος. Andere erkl. es für einen Fechterausdruck, = einen Tritt auf den Bauch geben.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκοληβάζω: ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, πιθαν. πίπτω βαρέως ἐπί τινος, ἴδε σημείωσιν Donaldson, ἐν Πινδ. Π. 8. 81 (115)· ἂν καὶ συνήθως ἑρμηνεύεται καταπίνω, «ἐνεκολάβησας, καταπέπωκας» Σχόλ. εἰς Ἱππ. Ἀριστ. ἔνθ. ἀν. Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις ἱκαναὶ δι. γρ.

French (Bailly abrégé)

avaler gloutonnement comme un gâteau κόλλαβος.
Étymologie: ἐν, κόλλαβος.

Greek Monolingual

ἐγκοληβάζω (Α)
καταπίνω.

Greek Monotonic

ἐγκοληβάζω: πέφτω με δύναμη πάνω σε κάποιον, ρουφώ, καταπίνω, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐγκοληβάζω: предполож. проглатывать Arph.

Middle Liddell


to fall heavily upon, or to gulp down, swallow up, Ar. [deriv. unknown