ἐνεότης

Revision as of 15:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A dumbness, Arist.Pr.895a16. 2 stupidity, dub. in Cratin.188.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
mutismo, mudez ἡ δ' ἰσχνοφωνία ἐ. ἐστίν; Arist.Pr.895a16.

German (Pape)

[Seite 838] ητος, ἡ, das Stummsein, Arist. probl. 10, 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεότης: -ητος, ἡ, τὸ μὴ λαλεῖν, ἀφασία, Ἀριστ. προβλ. 10. 40. 2) ἠλιθιότης, μωρία, τῆς ἐνεότητος τῆς ἐμῆς Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 9, ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν ἠλιθιότητος.

Greek Monolingual

ἐνεότης, η (Α)
1. η κατάσταση του άλαλου
2. ηλιθιότητα, μωρία.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεότης: ητος ἡ немота Arst.