ἐνεότης
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A dumbness, Arist.Pr.895a16.
2 stupidity, dub. in Cratin.188.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
mutismo, mudez ἡ δ' ἰσχνοφωνία ἐ. ἐστίν; Arist.Pr.895a16.
German (Pape)
[Seite 838] ητος, ἡ, das Stummsein, Arist. probl. 10, 33.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεότης: ητος ἡ немота Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεότης: -ητος, ἡ, τὸ μὴ λαλεῖν, ἀφασία, Ἀριστ. προβλ. 10. 40. 2) ἠλιθιότης, μωρία, τῆς ἐνεότητος τῆς ἐμῆς Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 9, ἀλλ’ ὁ Meineke διώρθωσεν ἠλιθιότητος.
Greek Monolingual
ἐνεότης, η (Α)
1. η κατάσταση του άλαλου
2. ηλιθιότητα, μωρία.