ἀφασία
English (LSJ)
ἡ, (ἄφατος) speechlessness, caused by fear or perplexity, ἔκπληξιν ἡμῖν ἀφασίαν τε προστιθεῖς E.Hel.549; ἀ. μ' ἔχει Id.IA837, cf. Ar. Th.904; ἀ. ἡμᾶς λαμβάνει τί ποτε χρὴ λέγειν Pl.Lg.636e; εἰς ἀ. τινὰ ἐμβάλλειν Id.Phlb.21d; εἰς ἀ. ἐμβάλλειν πράγματος inability to say anything about it, S.E.P.2.211, cf. Dam.Pr.7.
Spanish (DGE)
(ἀφᾰσία) -ας, ἡ
1 pérdida del habla, mudez causada por el estupor ἀ. μ' ἔχει E.IA 837, cf. Hel.549, Ar.Th.904, εἰς τοιαύτην ἀφασίαν ἦλθε Plb.8.20.9, εἰς ἀφασίαν με ἤνεγκας Corp.Herm.13.5.2.
2 imposibilidad de emitir un juicio o argumento εἰς ἀφασίαν παντάπασί με ... ὁ λόγος ἐμβέβληκε Pl.Phlb.21a, cf. Lg.636e, τὴν ἡμετέραν ἀποδείκνυμεν ἄγνοιάν τε καὶ ἀφασίαν Dam.Pr.7, c. gen. εἰς ἀφασίαν ... πράγματος ἐμβαλών S.E.P.2.211
•en lóg. renuncia a emitir un juicio, falta de enunciación περὶ ἀφασίας tít. de capítulo en S.E.P.1.192 passim.
3 fig. no ref. al habla incapacidad de responder adecuadamente, indecisión esp. en situaciones bélicas, LXX 2Ma.14.17 (text. dud.), ἄποροί τε ἐπὶ πολὺ ἐγίγνοντο καὶ ἀφασίᾳ συνείχοντο D.C.48.37.4, cf. Plu.2.1123c, ὁ στρατὸς ἐν ἀφασίᾳ καθειστήκει Hdn.8.4.2, 7.10.1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impuissance à parler ; stupeur ; ἀφασία μ' ἔχει EUR je reste muet de stupeur.
Étymologie: ἄφατος.
German (Pape)
[Seite 407] (φημί, vgl. ἀμφασία), ἡ, Sprachlosigkeit, bes. die Bestürzung, die Einen verstummen läßt, Staunen, τίς ἀφασία μ' ἔχει Ar. Th. 904, wie Eur. I. A. 837, der es auch neben ἔκπληξις hat, Hel. 556; ἀφασία ἡμᾶς λαμβάνει, τί ποτε χρὴ λέγειν πρὸς ταῦτα Plat. Legg. I, 636 e; vgl. Phil. 21 d; εἰς ἀφασίαν ἦλθε διὰ τὸ παράδοξον Pol. 8, 22.
Russian (Dvoretsky)
ἀφᾰσία: ἡ утрата речи: ἀ. μ᾽ ἔχει Eur. я ошеломлен; εἰς ἀφασίαν ἐμβαλεῖν τινα Plat., Sext. повергнуть кого-л. в недоумение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφᾰσία: ἡ, (ἄφατος) τὸ μὴ δύνασθαι λαλεῖν, ὅπερ προέρχεται ἐκ φόβου ἢ ἐκπλήξεως, ἔκπληξιν ἡμῖν, ἀφασίαν τε προστίθης Εὐρ. Ἐλ. 549· ἀφασία μ’ ἔχει ὁ αὐτ. Ι. Α. 837, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 904· ἀφ. ἡμᾶς λαμβάνει τί ποτε χρὴ λέγειν Πλάτ. Νόμ. 636Ε. εἰς ἀφ. τινὰ ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. Φίλ. 21D· ἀφασία πράγματος, τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ εἴπῃ τι περὶ τοῦ πράγματος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· ― πρβλ. ἀμφασία.
Greek Monolingual
η (AM ἀφασία)
το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει από φόβο ή έκπληξη
νεοελλ.
η διαταραχή της λεκτικής επικοινωνίας που οφείλεται σε εστιακές βλάβες του εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άφατος. Η λ. έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογία (πρβλ. νεολατιν. aphasia)].
Greek Monotonic
ἀφᾰσία: ἡ (ἄ-φατος), η αδυναμία λόγου, σε Ευρ., Πλάτ.