ἐνωπαδίως
English (LSJ)
Adv., (ἐνωπή) in one's face, to one's face, Od.23.94 (v.l. ἐνωπιδίως).
Spanish (DGE)
(ἐνωπᾰδίως) • Alolema(s): -πιδίως según Hdn.Gr.2.507
adv. de frente, cara a cara ἄλλοτε μέν μιν ἐ. ἐσίδεσκεν Od.23.94.
German (Pape)
[Seite 861] vorm Angesicht, vor Augen, sichtbar, μιν ἐςίδεσκεν Od. 23, 94, v.l. ἐνωπιδίως, Schol. ἐναργῶς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνωπᾰδίως: ἐπίρρ. (ἐνωπὴ) κατὰ πρόσωπον, κατ᾿ ὄψιν, φανερῶς, Λατ. coram, ἐνωπαδίως ἐσίδεσκεν Ὀδ. Ψ. 94, ἔνθα ἄλλως ἐνωπιδίως: ‒ εὑρίσκομεν ὡσαύτως ἐνωπᾰδὶς ἐν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1415 καὶ ἐνωπᾰδὸν ἐν Κοΐντῳ Σμ. 2. 84.
French (Bailly abrégé)
adv.
en face.
Étymologie: ἐνωπή.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἐνωπᾰδίως: επίρρ., κατά πρόσωπο, κατάμουτρα, απερίφραστα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνωπᾰδίως: прямо в лицо (ἐσίδεσκεν Hom.).