δύσοδος

Revision as of 18:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, hard to pass, scarce passable, Th.1.107, Poll.3.96.

Spanish (DGE)

-ον
casi impracticable, difícil de atravesar de montañas, Th.1.107, de una región, Str.17.1.54, πέτρα I.AI 15.347, ὁδός Poll.3.96, Malch.18.119, πόλις Poll.9.22
subst. τὸ δ. mal caminoἈννίβας ... δυσόδοις ἐνέτυχη D.C.Epit.8.25.3.

German (Pape)

[Seite 685] unwegsam, schwer zu passiren; Thuc. 1, 107; Poll. 3, 96.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'accès difficile, infranchissable.
Étymologie: δυσ-, ὁδός.

Greek (Liddell-Scott)

δύσοδος: -ον, δυσδιόδευτος, δύσβατος, Θουκ. 1. 107, Πολυδ. Γ΄, 96.

Greek Monolingual

δύσοδος, -ον (Α)
δύσβατος.

Greek Monotonic

δύσοδος: -ον, δύσκολα προσπελάσιμος, δύσβατος, κακοτράχαλος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δύσοδος: непрохожий, непроезжий, бездорожный (ἡ Γερανία Thuc.).

Middle Liddell

δύσ-οδος, ον
hard to pass, scarce passable, Thuc.