δακρυοπετής

Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ές, making tears fall, πάθεα A.Supp.113 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ές
que hace caer lágrimas, que hace llorar πάθεα A.Supp.113.

German (Pape)

[Seite 519] ές, Thränen fallen machend, erregend, Aesch. Suppl. 112.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait couler litt. tomber des larmes.
Étymologie: δάκρυον, πίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

δακρυοπετής: -ές, ὁ κάμνων ὥστε νὰ πίπτωσι δάκρυα, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 112.

Greek Monolingual

δακρυοπετής, -ές (Α)
αυτός που προκαλεί δάκρυα, που κάνει τα δάκρυα να πέφτουν απ' τα μάτια («πάθεα... βαρέα δακρυοπετῆ», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ(ον) + -πετής < πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

δᾰκρυοπετής: исторгающий слезы (πάθεα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακρυοπετής -ες [δάκρυ, πίπτω] die tranen laat storten.