αἱμόρροια

Revision as of 19:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, discharge of blood, bloody flux, Hp.Coac.292, 301; αἱμόρροια ἐκ ῥινῶν v.l. Id.Aër. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
flux de sang, hémorrhagie.
Étymologie: αἱμόρροος.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμόρροια: ἡ, ῥοή, ἔκκρισις αἵματος, Ἱππ. 167Α., 168Β, κτλ.· αἷμ’ ἐκ ῥινέων, ὁ αὐτ. Ἀέρ. 282.

Greek Monotonic

αἱμόρροια: ἡ, χύσιμο, έκκριση αίματος.

Middle Liddell

[ῥεω]
a discharge of blood.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμόρροια -ας, ἡ αἱμόρροος het vloeien van bloed, bloeding.