βύσσωμα
English (LSJ)
ατος, τό, net woven of βύσσος, AP6.33 (Maec.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
entramado de lino, almadraba para la pesca del atún AP 6.33 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 468] τό, = βύσμα, von Netzen, die den Thunfischen den Weg versperren, Q. Maec. 7 (VI, 33).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
filets qu’on jette à une grande profondeur pour boucher le passage aux bancs de thons.
Étymologie: βυσσός.
Greek (Liddell-Scott)
βύσσωμα: τό, = βύσμα, ἐπὶ δικτύων, τὰ ὁποῖα ἔκλεισαν τὴν διάβασιν εἴς τι πλῆθος θύννων, Ἀνθ. Π. 6. 33.
Greek Monotonic
βύσσωμα: -ατος, τό = βύσμα, λέγεται για δίχτυα που σταμάτησαν το πέρασμα ενός κοπαδιού με τόνους, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βύσσωμα: ατος τό заставная рыболовная сеть Anth.
Middle Liddell
= βύσμα
of nets, which stopped the passage of a shoal of tunnies, Anth.