δυσπάριτος

Revision as of 19:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, hard to pass, X.An.4.1.25.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, de paso difícil χωρίον X.An.4.1.25, τελματώδης τε καὶ δ. (ὁδός) Procop.Aed.4.8.5, cf. 5.1.3, φρούριον Procop.Aed.4.10.27.

German (Pape)

[Seite 686] woran schwer vorbei zu gehen ist, χωρίον Xen. An. 4, 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on marche difficilement, difficile (route).
Étymologie: δυσ-, πάρειμι².

Greek (Liddell-Scott)

δυσπάρῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ παρέλθῃ ἢ διαβῇ τις, Ξεν. Ἀν. 4. 1. 25.

Greek Monolingual

δυσπάριτος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει ή να διαβεί.

Greek Monotonic

δυσπάρῐτος: -ον (παριέναι), αυτός που δύσκολα περνιέται, περπατιέται, κακοτράχαλος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπάρῐτος: (ᾰ) труднопроходимый (χωρίον Xen. - v.l. δυσπόριστος и δύσβατος).

Middle Liddell

δυσ-πάρῐτος, ον [παριέναι]
hard to pass, Xen.