νυκτηγορέω

Revision as of 21:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

debate or plan by night, E.Rh.89:—in Pass., A.Th. 29.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tenir une assemblée de nuit ; Pass. être délibéré ou discuté de nuit.
Étymologie: νύξ, ἀγορά.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτηγορέω: ἀγγέλλω ἢ προσκαλῶ διὰ νυκτός, Εὐρ. Ρῆσ. 89· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 29.

Greek Monotonic

νυκτηγορέω: (ἀγορά), μέλ. -ήσω, προσκαλώ κατά τη νύχτα, σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτηγορέω:
1) проводить собрание ночью: τί χρῆμα νυκτηγοροῦσι; Eur. зачем собрались они в ночную пору?;
2) обсуждать на ночном совещании: μεγίστην προσβολὴν νυκτηγορεῖσθαι Aesch. принять ночью решение о решительном штурме (Фив).

Middle Liddell

νυκτ-ηγορέω, fut. -ήσω [ἀγορα]
to summon by night, Eur.; so in Mid., Aesch.