καρποφάγος
English (LSJ)
[φᾰ], ον, living on fruit, opp. σαρκοφάγος, παμφάγος, ζῷα Arist.HA488a15, cf. Pol.1256a25, Max.Tyr.35.7.
German (Pape)
[Seite 1329] Früchte essend, von Früchten lebend, Arist. polit. 1, 8 H. A. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de fruits.
Étymologie: καρπός, φαγεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
καρποφάγος: -ον, ἔχων ὡς τροφὴν τοὺς καρπούς, τρώγων καρπούς, ἀντίθετον πρὸς τὰς λέξεις ζῳοφάγος, σαρκοφάγος καὶ παμφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26, Πολιτικ. 1. 8, 5, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (Α καρποφάγος, -ον)
αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. ἐ-φάγ-ην, παθ. αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ανθρωποφάγος, χορτοφάγος.
Greek Monotonic
καρποφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
καρποφάγος: (φᾰ) питающийся плодами (ζῷα Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρποφάγος -ον [καρπός, ἔφαγον] zich voedend met vruchten.