νοσηλεύω

Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A tend a sick person, τινα Isoc.19.25, Anaxil.19, Phylarch.61 J., Babr.13.8; οἱ νοσηλεύοντες = physicians, doctors, IGRom.1.1228 (Egypt); οἱ νοσηλεύσαντες = physicians, doctors, Plut. Sanit. 123d. II Pass., need medical attendance, to be sick, J.BJ4.1.9, App.BC2.28, Gal.8.291, Asp.in EN26.17; ν. τρυφηλῶς Jul.Or.6.181d.

French (Bailly abrégé)

soigner un malade.
Étymologie: νόσος.

Greek (Liddell-Scott)

νοσηλεύω: περιποιοῦμαι νοσοῦντα, τινὰ Ἰσοκρ. 389D, Βαβρ. 13. 8· ὁ νοσηλεύων, ἰατρός, Συλλ. Ἐπιγρ. 4767. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νοσηλεύεται· νοσεῖ: ἢ νοσοῦντι ὑπηρετεῖ». 2) κάμνω τινὰ ἀσθενῆ, Ἀναξίλας ἐν «Μαγείροις» 1· ― Παθητ., ἔχω ἀνάγκην ἰατρικῆς ἐπιμελείας, εἶμαι ἀσθενής, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 28, Ἰουλιαν. 181C.

Greek Monolingual

(ΑΜ νοσηλεύω) νοσηλός
1. παρέχω ιατρική περίθαλψη σε άρρωστο, θεραπεύω ασθενή
2. (το παθ.) νοσηλεύομαι
θεραπεύομαι με τη φροντίδα ειδικευμένου νοσηλευτικού προσωπικού
αρχ.
1. περνώ τη ζωή μου σαν να είμαι άρρωστος, δηλαδή με πολλές περιποιήσεις και ανέσεις
2. καθιστώ κάποιον ασθενή.

Greek Monotonic

νοσηλεύω: μόνο σε ενεστ., φροντίζω ασθενή, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

νοσηλεύω: (тж. ν. τινά Isocr.) ухаживать за больным Plut.

Middle Liddell

νοσηλεύω, only in pres.]
to tend a sick person, Babr.