οὐλόφρων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, = ὀλοόφρων, restd. by Valck. in A. Supp.750 (lyr.) for δουλόφρονες.
French (Bailly abrégé)
Greek (Liddell-Scott)
οὐλόφρων: -ον, = ὀλοόφρων, ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 750 ἀντὶ δουλόφρονες, ὅπερ ἐναντίον τοῦ μέτρου, πρβλ. οὐλόθυμος.
Greek Monolingual
οὐλόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Russian (Dvoretsky)
οὐλόφρων: 2, gen. ονος недоброжелательный, враждебный (κόρακες ὥστε Aesch. - v.l. δουλόφρων).