οὐλόφρων

Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = ὀλοόφρων, restd. by Valck. in A. Supp.750 (lyr.) for δουλόφρονες.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
à l'esprit funeste.
Étymologie: οὖλος³, φρήν.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόφρων: -ον, = ὀλοόφρων, ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 750 ἀντὶ δουλόφρονες, ὅπερ ἐναντίον τοῦ μέτρου, πρβλ. οὐλόθυμος.

Greek Monolingual

οὐλόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται ολέθρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Russian (Dvoretsky)

οὐλόφρων: 2, gen. ονος недоброжелательный, враждебный (κόρακες ὥστε Aesch. - v.l. δουλόφρων).