κιστοφόρος

Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ον, (κίστη) A carrying a basket in mystic processions, prob. l. in D.18.260 (κιττοφόρος codd., κιστ- v.l. ap.Harp.s.h.v.); cf. κισταφόρος. II Subst., coin, with the basket of Dionysus as obverse, Cic.Att.2.6.2, Liv.37.46.

German (Pape)

[Seite 1443] Kisten tragend, Dem. 18, 260, v.l. κιττοφόρος, die Kisten tragend, welche die heiligen Geräthschaften des Dionysus u. der Demeter enthielten, VLL.; vgl. Lob. Aglaopham. p. 647; nummi, eine Münze, mit dem Gepräge einer Kiste, etwa drei Drachmen an Werth, Cic. Att. 2, 6 u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte les corbeilles sacrées.
Étymologie: κίστη, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

κιστοφόρος: -ον, (κίστη) φέρων κίστην ἢ κιβώτιον ἐν μυστικαῖς πομπαῖς, Δημ. 313. 28, ἔνθα τινὲς προτιμῶσι τὴν γραφὴν κιττοφόρος (δηλ. κισσοφόρος), ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 647· ἀλλὰ κισταφόρος ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2052. 18· καὶ κίστιβερ, τό, Λατ. cistifer, αὐτόθι 6218. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., νόμισμα φέρον ἐντετυπωμένην κίστην καὶ ἔχον ἀξίαν τριῶν περίπου δραχμῶν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 2. 6, 2, Λιβάν. 37, 46.

Greek Monolingual

κιστοφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που μετέφερε το κιβώτιο που περιείχε τα ιερά σκεύη ή τα χρειώδη στα μυστήρια
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιστοφόρος
νόμισμα στο οποίο ήταν τυπωμένη η κίστη του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. λεωφόρος, τροχοφόρος.

Greek Monotonic

κιστοφόρος: -ον (κίστη, φέρω), αυτός που μεταφέρει κιβώτιο σε μυστικές πομπές, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κιστοφόρος:
1) кистофор (несущий священные корзины с утварью для празднеств в честь Диониса или Деметры) Dem.;
2) «корзиноносец» (монета с изображением несущего священную корзину, достоинством ок. 3 драхм) Cic., Liv.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιστοφόρος -ον [κίστη, φέρω] het (heilige) mandje dragend (bij een processie).

Middle Liddell

κιστο-φόρος, ον κίστη, φέρω
carrying a chest in mystic processions, Dem.