τροχοφόρος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που έχει τροχούς, που κινείται πάνω σε τροχούς («τροχοφόρο όχημα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τροχοφόρος προνύμφη
3. το ουδ. ως ουσ. βλ. τροχοφόρο
4. φρ. «τροχοφόρος προνύμφη»
ζωολ. μικρή διαφανής σφαιρική ή αχλαδόμορφη προνύμφη που περιζώνεται από έναν δακτύλιο βλεφαρίδων, τον πρωτοτροχό, και η οποία κολυμπά ελεύθερα και είναι χαρακτηριστική τών θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων και τών περισσότερων ομάδων τών μαλακίων, αλλ. τροχόσφαιρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + -φόρος (<φέρω). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].