καταχωνεύω

Revision as of 21:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

melt down, D.22.76, Din.1.69, Str.9.1.20, etc.; [ἀνδριάντας] εἰς ἀμίδας Plu.2.82of; τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον = poured molten gold down his throat, App.Mith.21.

French (Bailly abrégé)

jeter en fonte, fondre.
Étymologie: κατά, χωνεύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταχωνεύω: χωνεύω, κατατήκω, χρυσίδας κ. Δημ. 617. 23. τὸν γυναικῶν κόσμον Δείναρχ. 99. 4· τὰς εἰκόνας Στράβων 398, κτλ.· τοῦ στόματος κατεχώνευσε χρυσίον, ἔχυσε χρυσὸν τετηκότα εἰς τὸ στόμα του, Ἀππ. Μιθρ. 21.

Greek Monolingual

(AM καταχωνεύω)
νεοελλ.
καταχωνιάζω, εξαφανίζω, αποκρύπτω

Greek Monotonic

καταχωνεύω: μέλ. -σω, λιώνω, τήκω, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

καταχωνεύω: переплавлять, расплавлять (χρυσίδας Dem.; τοὺς ἀνδριάντας εἰς ἀμίδας Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χωνεύω laten smelten.