κατεισάγω

Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ᾰγ], display to one's own loss, μωρίαν AP10.91 (Pall.).

German (Pape)

[Seite 1394] (s. ἄγω), zu seinem Schaden an den Tag legen, verrathen, μωρίαν Pallad. 71 (X, 91).

French (Bailly abrégé)

produire au jour, rendre visible.
Étymologie: κατά, εἰσάγω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεισάγω: φέρω εἰς φῶς, φανερώνω πρὸς ζημίαν μου, ὅταν στυγῇ τις ἄνδρα, τὸν θεὸς φιλεῖ, μεγίστην μωρίαν κ. Ἀνθ. Π. 10. 91.

Greek Monolingual

κατεισάγω (Α)
φέρω εις φως, δείχνω, φανερώνω κάτι επί ζημία μου.

Greek Monotonic

κατεισάγω: μέλ. -ξω, προδίδω κάποιον προκαλώντας το χαμό του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κατεισάγω: обнаруживать, показывать (μωρίαν Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εισάγω aan het licht brengen.

Middle Liddell

fut. ξω
to betray to one's own loss, Anth.