dismay
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. and V. φόβος, ὁ, ἔκπληξις, ἡ, δεῖμα, τό, δέος, τό, ὀρρωδία, ἡ. V. τάρβος, τό, P. κατάπληξις, ἡ.
Confusion: P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τάραγμα, τό.
v. trans.
P. and V. φοβεῖν, ἐκφοβεῖν, ἐκπλήσσειν, ταράσσειν, διαπτοεῖν (Plat.), Ar. and P. καταφοβεῖν, P. καταπλήσσειν.
Be dismayed: V. ἐπτοῆσθαι (perf. pass. πτοεῖν), δειματοῦσθαι (also Ar. in act.).