λυρίζω

Revision as of 22:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A play the lyre, Chrysipp.Stoic.3.140, Anacreont.42.12, Teucer in Cat. Cod.Astr.7.202. II trans., play on the lyre, ποιήματα Phalar.Ep. 67.1.

French (Bailly abrégé)

chanter sur la lyre.
Étymologie: λύρα.

Greek (Liddell-Scott)

λῠρίζω: παίζω τὴν λύραν, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1037Ε, Ἀνακρεόντ. 45. 12.

Greek Monolingual

λυρίζω (AM) λύρα
παίζω λύρα
μσν.
μτφ. επαναλαμβάνω συνεχώς την ίδια πράξη
αρχ.
τραγουδώ με συνοδεία λύρας.

Greek Monotonic

λῠρίζω: (λύρα), παίζω τη λύρα, σε Ανακρεόντ.

Russian (Dvoretsky)

λῠρίζω: играть на лире Anacr., Plut.

Middle Liddell

λῠρίζω, λύρα
to play the lyre, Anacreont.