σκορακισμός

Revision as of 08:57, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ὁ, contumely, LXX Si.41.19, Plu.2.467e.

German (Pape)

[Seite 904] ὁ, das zu den Raben Jagen, überh. Beschimpfung, Verachtung, Ungnade, Plut. de tranquill. animi 6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d'envoyer promener ; traitement injurieux.
Étymologie: σκορακίζω.

Greek (Liddell-Scott)

σκορᾰκισμός: ὁ, περιφρόνησις, καταφρόνησις, «χλευασμός, ἀπάτη, ὕβρις, φαυλισμός, ἀποδοκιμασία» Ἡσύχ., Πλούτ. 2. 467Α, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΑ΄,19).

Greek Monolingual

ὁ, Α σκορακίζω
1. εξύβριση, χλευασμός
2. περιφρόνηση.

Russian (Dvoretsky)

σκορᾰκισμός:оплевывание, поношение (δυσημερία καὶ σ. Plut.).