περιφρόνησις
English (LSJ)
περιφρονήσεως, ἡ, contempt, τῶν θεῶν Plu. Cam.6, Per.5; τῶν νόμων J.AJ5.5.2.
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, Überlegung (?), – Verachtung, καὶ ὀλιγωρία, Plut. de aud. poet. 7 u. öfter, mit der v.l. περιφροσύνη.
French (Bailly abrégé)
περιφρονήσεως (ἡ) :
dédain.
Étymologie: περιφρονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφρόνησις περιφρονήσεως, ἡ [περιφρονέω] minachting.
Russian (Dvoretsky)
περιφρόνησις: περιφρονήσεως ἡ презрение Plut.
Greek Monotonic
περιφρόνησις: ἡ, περιφρόνηση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιφρόνησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ περιφρονεῖν τι, Πλουτ. Κάμιλλ. 6, Περικλ. 5, κτλ.
Middle Liddell
περιφρόνησις, περιφρονήσεως, [from περιφρονέω
contempt, Plut.
Translations
contempt
Arabic: اِحْتِقَار, اِزْدِرَاء; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: בוז; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്ഛം; Old English: forsewennes; Persian: تحقیر; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: פֿאַראַכטונג