σκορακίζω
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
bid one go ἐς κόρακας (cf. κόραξ), send to the crows, send to the doghouse, dismiss contemptuously, Phld.Vit.p.15 J., Luc.Rh.Pr.16:—Pass., σκορακίζομαι = to be treated contemptuously, D.11.11, Plu.Art.27; σ. εἰς χῶρον ἀσεβῶν Ph.1.139.
German (Pape)
[Seite 904] eigtl. Einen zu den Raben, ἐς κόρακας, an den Galgen gehen heißen, ihn fortjagen, übh. Jem. schimpflich, verächtlich behandeln, ihu verachten; Dem. 11, 11 vrbdt τότε μάλιστα σκορακίζονται καὶ προπηλακίζονται; Sp., wie Plut. Artax. 27 Luc. rhet. praec. 16.
French (Bailly abrégé)
f. σκορακίσω, att. σκορακιῶ;
envoyer aux corbeaux, càd envoyer promener, traiter avec mépris.
Étymologie: pour *ἐσκορακίζω, de ἐς κόρακας.
Syn. ἀποσκορακίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκορακίζω [ἐς κόρακας] fut. σκορακιῶ eig. iem. ἐς κόρακας ‘naar de raven’ wensen: naar de hel wensen; ook verachtelijk behandelen, schofferen.
Russian (Dvoretsky)
σκορᾰκίζω: [из ἐς κόρακας] (fut. σκορακιῶ) грубо прогонять, презрительно отвергать, поносить (ἀποστρέφεσθαι καὶ σ. Luc.): προσκρούων καὶ σκορακιζόμενος Plut. впавший в немилость и презираемый.
Greek Monolingual
Α
1. αποπέμπω κάποιον με περιφρόνηση, τον ξαποστέλνω με βρισιές
2. (γενικά) συμπεριφέρομαι περιφρονητικά και υβριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἐς κόρακας (πρβλ. «[άι] στον κόρακα» βλ. λ. κόρακας)].
Greek Monotonic
σκορᾰκίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ (ἐς κόρακας, βλ. κόραξ), αποδιώχνω με περιφρόνηση, διαβολοστέλνω, αναθεματίζω, ξαποστέλνω, σε Λουκ. — Παθ., αντιμετωπίζομαι με περιφρόνηση, αποπέμπομαι, απορρίπτομαι, προπηλακίζομαι, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
σκορᾰκίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, στέλλω τινὰ ἐς κόρακας, στέλλω εἰς τὸν διάβολον, ἀποπέμπω μετὰ περιφρονήσεως, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 16, Ἀλκίφρων 1. 38. - Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις περιφρονητικῶς, Λατιν. contumelia affici, Δημ. 155. 15 (ἀλλ’ ἴδε Cobet V.LL. σ. 48), Πλουτ. Ἀρτοξ. 27· σκ. εἰς χῶρον ἀσεβῶν Φίλων 1. 139, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 5, καὶ Λόγ. Ἑρμῆν σ. 317.
Frisk Etymological English
See also: s. κόραξ.
Middle Liddell
σκορᾰκίζω, [ἐς κόρακας, v. κόραξ
to dismiss contemptuously, Luc.:—Pass. to be treated contemptuously, Dem.
Frisk Etymology German
σκορακίζω: {skorakízō}
See also: s. κόραξ.
Page 2,737
Mantoulidis Etymological
(=στέλνω κάποιον στόν κόρακα, στό διάολο). Ἀπό τή φράση ἐς κόρακας (πέμπω).
Παράγωγα: σκορακισμός (=περιφρόνηση), ἀποσκορακισμός (=διώξιμο).