στέργημα

Revision as of 09:03, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ατος, τό, love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.

German (Pape)

[Seite 936] τό, = στέργηθρον, Soph. Trach. 1128.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
philtre amoureux.
Étymologie: στέργω.

Greek (Liddell-Scott)

στέργημα: τό, φίλτρον, φυλακτήριον ἔρωτος, «μάγια», τινός, ὅπως ἐπιδράσῃ εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 1138.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α στέργω
στέργηθρον.

Greek Monotonic

στέργημα: -ατος, τό, φίλτρο έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, τινος, για να ασκήσουν επίδραση πάνω του, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

στέργημα: ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью.

Middle Liddell

στέργημα, ατος, τό,
a love-charm, τινος to influence him, Soph. [from στέργω

English (Woodhouse)

love potion, love-charm

Translations

love charm

Bikol Central: lumay; Bulgarian: любовен елексир; Catalan: filtre; Chinese Mandarin: 戀愛漿露, 恋爱浆露; Finnish: lemmenjuoma; French: philtre; Galician: filtro; German: Liebestrank; Greek: φίλτρο; Ancient Greek: φίλτρον, στέργημα, στέργηθρον; Indonesian: ramuan cinta; Italian: filtro; Russian: любовное зелье; Spanish: pócima, pócima de amor, poción de amor, filtro; Ukrainian: приворот-зілля