τευχηστήρ

Revision as of 09:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (τεῦχος) armed man, warrior, ἄνδρες τ. A.Pers.902 (lyr.); also τευχ-ηστής, οῦ, ὁ, ἀνήρ Id.Th.644, cf. Call.Jov.77, A.R.3.415, Tryph.534.

German (Pape)

[Seite 1101] ῆρος, ὁ, = Folgdm; ἄνδρες, Aesch. Pers. 869; Callim. Iov. 77.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. τευχηστής.
Étymologie: τεῦχος.

Greek (Liddell-Scott)

τευχηστήρ: ῆρος, ὁ, (τεῦχος), ὁπλίτης, πολεμιστής, μαχητής, Αἰσχύλ. Πέρσ. 901· καὶ τευχηστής, οῦ, ὁ, ὁ αὐτ. ἐπὶ Θήβ. 644· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 449.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
οπλίτης, πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τευχηστής με επίθημα -τήρ (πρβλ. ἀσπιστής: ἀσπιστήρ)].

Greek Monotonic

τευχηστήρ: -ῆρος, ὁ (τεῦχος), οπλίτης, πολεμιστής, μαχητής, σε Αισχύλ.· επίσης τευχηστής, -οῦ, , στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

τευχηστήρ: ῆρος adj. m вооруженный (ἄνδρες Aesch.).

Middle Liddell

τευχηστήρ, ῆρος, ὁ, τεῦχος
an armed man, warrior, Aesch.