τριμελής

Revision as of 10:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ές, consisting of three μέλη, νόμος Plu.2.1132d; v. τριμερής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se compose de trois mélodies.
Étymologie: τρεῖς, μέλος.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐμελής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐκ τριῶν μελῶν (πρβλ. τριμερής), Πλούτ. 2. 1132D.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που αποτελείται από τρία μέλητριμελής επιτροπή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τριμελές
δικαστήριο αποτελούμενο από τρία μέλη («η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο τριμελές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μελής (< μέλος), πρβλ. μονο-μελής].

Russian (Dvoretsky)

τρῐμελής: муз. состоящий из трех напевов Plut.