τυλώδης

Revision as of 10:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ες, callous, Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. Orib.10.23.24, Sor.1.10, Gal.6.775.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
calleux.
Étymologie: τύλος, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

τυλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τυλοειδής, ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.

Greek Monolingual

-ες / τυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τύλη/τύλος
όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι»)
2. φρ. «τυλώδες έλκος»
ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.

Russian (Dvoretsky)

τῠλώδης: мозолистый (σάρξ Plut.).