ἀμνοκῶν

Revision as of 11:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ὁ, (κοέω) sheep-minded, i.e. simpleton, Ar.Eq.264.<

Spanish (DGE)

-ῶντος de mentalidad aborregada, borrego Ar.Eq.264.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ (κοέω), Ar. Equ. 264, schaafsinnig, Schol. προβατώδης, μῶρος καὶ εὐήθης.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
simple, innocent (litt. gardeur de moutons).
Étymologie: ἀμνός, κοέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνοκῶν: ὁ, (κοέω) ὁ ἔχων νοῦν προβάτου, «προβατόμυαλος», ἠλίθιος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 264.

Greek Monolingual

ἀμνοκῶν (-οῦντος), ο (Α)
αυτός που έχει νου προβάτου, ηλίθιος, κουτορνίθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνὸς + κοῶ «παρατηρώ, ακούω»].

Greek Monotonic

ἀμνοκῶν: ὁ (κοέω), αυτός που έχει νου πρόβατου, δηλ. αφελής, ανόητος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμνοκῶν:κοέω человек с умом ягненка, т. е. простак Arph.

Middle Liddell

[ἀμνος, κοέω
sheep-minded, i. e. a simpleton, Ar.