ἀμνοκῶν
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ὁ, (κοέω) sheep-minded, i.e. simpleton, Ar.Eq.264.<
Spanish (DGE)
-ῶντος de mentalidad aborregada, borrego Ar.Eq.264.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ (κοέω), Ar. Equ. 264, schaafsinnig, Schol. προβατώδης, μῶρος καὶ εὐήθης.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
simple, innocent (litt. gardeur de moutons).
Étymologie: ἀμνός, κοέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμνοκῶν: ὁ κοέω человек с умом ягненка, т. е. простак Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνοκῶν: ὁ, (κοέω) ὁ ἔχων νοῦν προβάτου, «προβατόμυαλος», ἠλίθιος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 264.
Greek Monolingual
ἀμνοκῶν (-οῦντος), ο (Α)
αυτός που έχει νου προβάτου, ηλίθιος, κουτορνίθι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμνὸς + κοῶ «παρατηρώ, ακούω»].
Greek Monotonic
ἀμνοκῶν: ὁ (κοέω), αυτός που έχει νου πρόβατου, δηλ. αφελής, ανόητος, σε Αριστοφ.