ἀμφιλαχαίνω

Revision as of 11:57, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

dig, hoe round, φυτὸν ἀμφελάχαινεν Od.24.242.

Spanish (DGE)

(ἀμφιλᾰχαίνω) escarbar alrededor de φυτόν Od.24.242.

German (Pape)

[Seite 140] umgraben, umhacken, φυτόν Od. 24, 242.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἀμφελάχαινεν;
bêcher autour.
Étymologie: ἀμφί, λαχαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιλαχαίνω: περισκάπτω ἢ διὰ τῆς σκαπάνης περικαθαίρω, «ξεβοτανίζω·» φυτὸν ἀμφιλάχαινεν Ὀδ. Ω. 242.

English (Autenrieth)

dig about; φυτόν, Od. 24.242†.

Greek Monolingual

ἀμφιλαχαίνω (Α)
1. σκάβω γύρω από κάτι, σκαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λαχαίνω.

Greek Monotonic

ἀμφιλαχαίνω: μόνο στον παρατ., σκάβω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιλᾰχαίνω: окапывать (φυτόν Hom.).

Middle Liddell

only in imperf.]
to dig round, c. acc., Od.