ἀμφισβασίη

Revision as of 12:04, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ἡ, Ion. for ἀμφισβήτησις (discussion, controversy, dispute), ἐς ἀμφισβασίας ἀπικνέεσθαί τινι come to controversy with one, Hdt.4.14; ἐγένετο λόγων ἀ. Id.8.81, cf. Inscr.Prien.37.129.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
discusión, controversia ἐς ἀμφιβασίας τοῖσι ... ἀπικνέεσθαι Hdt.4.14, ἐγίνετο λόγων ἀ. Hdt.8.81, cf. IPr.37.116, 129.

German (Pape)

[Seite 143] ἡ, Streit, Her. τῶν δὲ λόγων ἀμφ. γίγνεται, es entsteht ein Streit unter ihnen, 8, 81; εἰς ἀμφισβασίας ἀμφικνεῖσθαί τινι, widersprechen, 4, 14, wo eine Handschrift ἀμφισβάσιας, wie von ἀμφίσβασις, hat.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
c. ἀμφισβήτησις.
Étymologie: ἀμφίς, βαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ ἀμφισβήτησις, ἐς ἀμφισβασίας ἀπικέσθαι τινί, ἔρχεσθαι εἰς ἀμφισβητήσεις πρός τινα, Ἡρόδ. 4. 14· τῶν δὲ αὖτις ἐγίνετο λόγων ἀμφ. ὁ αὐτ. 8. 81· οὕτος ἐν Ἐπιγραφ. Πριήν. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2905Β. 6.

Greek Monolingual

ἀμφισβασίη, η (Α) ἀμφίσβατος < ἀμφὶς + βαίνω]
ιωνικός τύπος αντί του «ἀμφισβήτησις».

Greek Monotonic

ἀμφισβᾰσίη: ἡ, Ιων. αντί ἀμφισβήτησις, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφισβᾰσίη: ἡ Her. = ἀμφισβήτησις.