ἀντεκκλέπτω

Revision as of 13:04, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

steal away in return, Ar.Ach.527.

Spanish (DGE)

robar a su vez Ἀσπασίας πόρνα δύο Ar.Ach.527.

German (Pape)

[Seite 245] dagegen herausstehlen, Ar. Ach. 501.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεξέκλεψα;
dérober ou voler à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐκκλέπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκκλέπτω: κλέπτω καὶ ἐγὼ πρὸς ἐκδίκησιν, πόρνην δὲ Σιμαίθαν ἰόντες Μέγαράδε νεανίαι κλέπτουσι... κᾆθ’ οἱ Μεγαρῆς... ἀντεξέκλεψαν Ἀσπασίας πόρνα δύο Ἀριστοφ. Ἀχ. 527.

Greek Monolingual

ἀντεκκλέπτω (Α)
κλέβω και εγώ για εκδίκηση.

Greek Monotonic

ἀντεκκλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω ως ανταπόδοση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκκλέπτω: в свою очередь красть (νεανίαι κλέπτουσι …, κἆθ᾽ οἱ ἀντεξέκλεψαν Arph.).

Middle Liddell

to steal away in return, Ar.