ἀντεκπλέω

Revision as of 13:09, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

sail out against, τινί Th.4.13: abs., Plu.Lys.10.

Spanish (DGE)

hacerse a la mar contra σφίσιν Th.4.13
abs., Plu.Lys.10.

German (Pape)

[Seite 245] (s. πλέω), gegen Einen mit der Flotte auslaufen, Thuc. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Lys. 10.

French (Bailly abrégé)

mettre à la voile à la rencontre de, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεκπλέω: ἐκπλέω ἐναντίον τινὸς πλέοντος κατ’ ἐμοῦ, ἢν μὲν ἀντεκπλεῖν ἐθέλωσι σφῖσιν Θουκ. 4. 13· ἀπολ., Πλουτ. Λυσ. 10.

Greek Monolingual

ἀντεκπλέω (Α)
εκπλέω εναντίον κάποιου που πλέει εναντίον μου.

Greek Monotonic

ἀντεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εκπλέω εναντίον κάποιου, τινί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεκπλέω: воен. выплывать против (кого-л.) (τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.).

Middle Liddell

to sail out against, τινί Thuc.