ἀποκάθαρσις

Revision as of 13:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, A purging: hence, of dross, Arist.Mete.383b4, cf. Str.4.2.1; of animal secretions, Arist.GA726a13, cf. HA587b1; ἀποκαθάρσεις χολῆς Th.2.49. 2 cleansing, πνεύματος Gp.12.22.11; sifting of grain, PRev.Laws 39.10 (iii B.C.), PLond.ined.2361r (iii B.C.). II lustration, expiation, Plu.Rom.21, Iamb.Comm.Math.15; νείκους Hierocl.in CA24p.473M.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I n. concr. impureza ἔστιν δ' ἀμείνων σίδηρος ὁ ἐλάττω ἔχων ἀποκάθαρσιν Arist.Mete.383b4.
II n. de acción
1 medic. purgación, acción de purgar administrada por el médico, Hp.Epid.5.20, ἀ. ἐς τὴν κοιλίην purgación por el vientre Hp.Morb.4.37
espontánea, de líquidos después del parto, Arist.HA 587b1, de líquidos que se mezclan con el esperma, Arist.GA 726a13, ἀ. χολῆς evacuación de bilis Th.2.49, πνεύματος ἀ. expulsión de ventosidad, Gp.12.22.11
menstruación εἰκὸς ... τὸ σῶμα (τῶν γυναικῶν) ... ἐπὶ τὰς ἀπο<καθάρσεις> πολύπορον γεγονέναι Plu.2.650c.
2 limpieza, acción de limpiar τὴν διὰ τοῦ γάλακτος ἀποκάθαρσιν de una mancha de sangre, Plu.Rom.21
del grano criba, PRev.Laws 39.10 (III a.C.), cf. Plu.2.51a, Wilcken Chr.1.198.19 (III a.C.)
del oro lavado χρυσίου πλάκες ... μικρᾶς ἀποκαθάρσεως δεόμεναι Str.4.2.1.
3 en sent. relig. expiación ἀ. τοῦ μαινομένου νείκους expiación de la discordia furiosa Hierocl.in CA 24.19, οἱ δὲ κτείναντες (τὸν Σωκράτην) τῆς μετανοίας ἀποκάθαρσιν οὐχ εὗρον X.Ep.1.
4 fig. liberación de la atadura del cuerpo, Iambl.Comm.Math.15
en sent. relig. purificación abs., Clem.Al.Strom.7.12.76, c. gen. τῆς ἑκάστου ἀποκαθάρσεως después de la muerte, Clem.Al.Strom.6.14.109, τὸ μαρτύριον ἀποκάθαρσιν εἶναι ἁμαρτιῶν Clem.Al.Strom.4.9.74, τὴν ἁπάσης ὁμοῦ κακίας δι' ἐναρέτου καὶ θείας ζωῆς ἀποκάθαρσιν Dion.Ar.EH M.3.397B.

German (Pape)

[Seite 305] ἡ, die Reinigung, das Abwischen, Plut. Rom. 21; Absonderung, χολῆς Thuc. 2, 49; Sühnung, Xen. Ep. 1, 7; Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 sécrétion;
2 purification.
Étymologie: ἀποκαθαίρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάθαρσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπὸ μετάλλου ἀποχωριζόμενον διὰ τοῦ καθαρισμοῦ, κόνις, σκωρία, ἔστι δ’ ἀμείνων σίδηρος ὁ ἐλάττω ἔχων ἀποκάθαρσιν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10· ἐπὶ ζωϊκῆς ἐκκρίσεως, ὁ αὐτ. Γεν. Ζ. 1. 18, 6. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 6· ἀποκαθάρσεις χολής Θουκ. 2, 49. ΙΙ. κάθαρσις, καθαρμός, ἐξιλέωσις, Πλουτ. Ρωμ. 21.

Greek Monotonic

ἀποκάθαρσις: -εως, ἡ,
I. καθαρισμός, καθάρισμα, σε Θουκ.
II. καθαρμός, εξαγνισμός, εξιλασμός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκάθαρσις: εως ἡ
1) выделение, секреция (χολῆς Thuc.; σπέρματος Arst.);
2) отбросы, шлак (sc. τοῦ σιδήρου Arst.);
3) очистка (τοῦ πυροῦ Plut.);
4) очищение, искупление (διά τινος Plut.).

Middle Liddell

[from ἀποκαθαίρω
I. a clearing off, purging, Thuc.
II. lustration, Plut.