ἀποδοκιμάω

Revision as of 13:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

= ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.

Spanish (DGE)

rechazar οὐδένα Hdt.1.199.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.

Greek Monotonic

ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.

Middle Liddell

= ἀποδοκιμάζω
to reject, Hdt.