ἀποσκλῆναι

Revision as of 13:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

aor. 2 inf. of Αποσκέλλω (cf. σκέλλω), to be dried up, wither, Ar.V.160: pf., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Luc.DMort.27.7: and abs., ἀπέσκλη died of starvation, Men.Her.30: fut. ἀποσκλήσῃ AP11.37 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 de ἀποσκέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκλῆναι: ἀπαρ. αὀρ. β΄ ὡς εἰ ἐκ ῥημ. *ἀπόσκλημι (πρβλ. σκέλλω) εἶμαι ἀπεξηραμμένος, ξηραίνομαι, Ἀριστοφ. Σφ. 160: - οὕτως ὡσαύτως ἐν τῷ πρκμ., λιμῷ ἀπεσκληκέναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 7· ἀλλά, ἀποσκλήσῃ Ἀνθ. Π. 11. 37: - Ἐπίρρ. ἀπεσκληκότως ἔχειν πρός τι, διακεῖσθαι σκληρῶς ἐναντίον τινός, Συνέσ. 275C.

Greek Monotonic

ἀποσκλῆναι: απαρ. αορ. βʹ, όπως εάν προερχόταν από *ἀπόσκλημι (πρβλ. σκέλλω), είμαι αποξηραμένος, ξηραίνομαι, σε Αριστοφ.· ομοίως, παρακ. ἀπέσκληκα, σε Λουκ.· μέλ. ἀποσκλήσω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκλῆναι: inf. aor. 2 к ἀποσκέλλομαι.

Middle Liddell

[as if from *ἀπόσκλημι (cf. σκέλλω),]
to be dried up, to wither, Ar.; so perf. ἀπέσκληκα Luc.; fut. ἀποσκλήσω Anth.