ἀργυροδίνης

Revision as of 13:37, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ῑ], ου, Dor. ἀργυροδίνας, α, ὁ, (δίνη)
A silver-eddying, epithet of rivers, Il.2.753, 21.8,130, Hes.Th.340, B.7.48, Call.Cer.13,Epic.Alex. Adesp.5, Nonn.D.19.304; late Prose, Philostr.VS2.1.14.

Spanish (DGE)

(ἀργῠροδίνης) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [dór. gen. sg. -α B.8.26, ac. sg. -αν Call.Cer.13; ép. gen. sg. -α Panyas.31; jón. gen. sg. -εω Hes.Fr.26.19, dat. sg. -εϊ Triph.98]
1 de remolinos de plata de ríos Il.2.753, 21.8, 130, Hes.Th.340, Fr.26.19, B.l.c., 12.42, Panyas.l.c., Call.l.c., Epic.Alex.Adesp.5, D.P.433, Nonn.D.19.306, Philostr.VS 564.
2 que tiene incrustaciones de plata κολλήσας ἐλέφαντι καὶ ἀργυροδίνεϊ χαλκῷ Triph.l.c.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui roule des flots d'argent.
Étymologie: ἄργυρος, δινέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ, (δίνη) ὁ ἀρχυροχρόους δίνας δηλ. ῥεύματα ἔχων, οὐδ’ ὅγε Πηνειῷ συμμίσγεται ἀργυροδίνῃ, «λαμπρὰ καὶ καλὰ ῥεύματα ἔχοντι δῖναι γὰρ αἱ τῶν ὑδάτων συστροφαί», (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 753., Φ. 8, 130, Ἡσ. Θ. 340, κτλ.· πρβλ. Νόνν. Δ. 19. 304.

English (Autenrieth)

(δίνη): silver-eddying; epithet of rivers. (Il.)

Greek Monolingual

ἀργυροδίνης, ο (Α)
(επίθ. ποταμών) αυτός που σχηματίζει ασημένιες δίνες στα νερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + δίνη «στρόβιλος»].

Greek Monotonic

ἀργῠροδίνης: [ῑ], -ου, ὁ (δίνη), αυτός που έχει δίνες, δηλ. ρεύματα, στο χρώμα του ασημιού, λέγεται για ποταμούς, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠροδίνης: ου (ῑ) adj. m катящий серебряные воды (Πηνειός Hom.; Ἀχελώϊος Hes.).

Middle Liddell

ἄργυρος, δίνη
silver-eddying, of rivers, Il.