ἀφήκω

Revision as of 14:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A arrive at or have arrived, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Pl.R.530e; ἐς θεούς D.C.52.4; ἐς πρῖσιν ἀ. is a case for operation, Hp.VC9. II depart, πολὺ ἀπό τινων D.C.41.8.

Spanish (DGE)

1 llegar, ir a parar a οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Pl.R.530e, ἐς πρῖσιν ἀφήκει Hp.VC 9, ἐς ἰητρικήν Hp.Nat.Hom.1, de la sangre ἐς τοὺς πόδας ἀφήκει Hp.Nat.Hom.11, ἐς τὸ θεῖον Hp.Morb.Sacr.1.27, τὸ ἀνθρώπειον πᾶν ... ἔκ τε θεῶν γεγονὸς καὶ ἐς θεοὺς ἀφῆξον D.C.52.4.3.
2 irse, alejarse πολὺ τε ἀπὸ σφῶν ἀφήξειν D.C.41.8.3.

German (Pape)

[Seite 409] ankommen, hingelangen, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Plat. Rep. VII, 530 e; Antipho bei B. A. 470, = διήκω.

French (Bailly abrégé)

1 arriver, parvenir, εἴς τι;
2 c. διήκω.
Étymologie: ἀπό, ἥκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήκω: ἀφικνοῦμαι, φθάνω που, καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε ἀεί, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν Πλάτ. Πολ. 530Ε· εἴς τι Ἱππ. 900Η

Greek Monolingual

ἀφήκω (Α)
1. φθάνω, καταλήγω κάπου
2. φεύγω, απομακρύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ήκω «έχω φθάσει» (πρβλ. ανήκω)].

Greek Monotonic

ἀφήκω: φτάνω σε, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀφήκω: прийти, дойти Plat.

Middle Liddell

to arrive at, Plat.