ἐνδιαφθείρω

Revision as of 15:12, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

fut. -ερῶ, to destroy in, dub. in Plu.2.658c; destroy a child in the womb, Hp.Carn.19.

Spanish (DGE)

abortar αἱ ἑταῖραι ... γινώσκουσιν ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρὶ κἄπειτ' ἐνδιαφθείρουσι Hp.Carn.19.

German (Pape)

[Seite 834] darin verderben, vernichten, Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

détruire dans.
Étymologie: ἐν, διαφθείρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδιαφθείρω: μέλλ. -ερῶ, διαφθείρω, καταστρέφω τι ἐντός, Πλούτ. 2. 658C· αἱ ἑταῖραι αἱ δημόσιαι... γιγνώσκουσι ὁκόταν λάβωσιν ἐν γαστρί, κἄπειτ’ ἐνδιαφθείρουσι, καταστρέφουσι τὸ ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ, Ἱππ. 254. 6.

Greek Monolingual

ἐνδιαφθείρω (AM)
1. διαφθείρω, καταστρέφω
2. καταστρέφω το έμβρυο στη μήτρα.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιαφθείρω: (в чем-л.) разрушать, портить (τι Plut.).