ἱππογέρανοι

Revision as of 17:38, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

οἱ, horsemen mounted on cranes, crane cavalry, Luc.VH1.13.

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
cavaliers montés sur des grues.
Étymologie: ἵππος, γέρανος.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ἱππικὸν ἐκ γεράνων, Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.

Greek Monolingual

ἱππογέρανοι, οί (Α)
ιππικό από γερανούς, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γερανούς αντί για ίππους.

Greek Monotonic

ἱππογέρᾰνοι: οἱ, ιππικό αποτελούμενο από γερανούς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππογέρᾰνοι: οἱ гиппогераны, конежуравли (баснословное племя, ездившее верхом на журавлях) Luc.

Middle Liddell

crane-cavalry, Luc.