ὀλιγοδρανής

Revision as of 17:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ές, of little might, feeble, Ar.Av.686, Luc.Trag.324.

German (Pape)

[Seite 320] ές, wenig vermögend, ohnmächtg; Ar. Av. 686; Luc. Tragodop. 663.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
faible, épuisé, exténué.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδρᾰνής: -ές, ὁ ὀλίγην δύναμιν ἔχων, ἀσθενής, Ἀριστοφ. Ὄρν. 686, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 663.

Greek Monolingual

ὀλιγοδρανής, -ές (Α)
αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α-δρανής, λιπο-δρανής].

Greek Monotonic

ὀλῐγοδρᾰνής: -ές (δραίνω), αυτός που διαθέτει μικρή ισχύ, αδύναμος, ασθενής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοδρᾰνής: слабый, немощный Arph., Luc.

Middle Liddell

ὀλῐγο-δρᾰνής, ές δραίνω
of little might, feeble, Ar.