ὑπεραιωρέω

Revision as of 18:18, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

A suspend or support above, κατακεκλιμένος ὑπὸ δένδρων παντοίας ὑπεραιωρούντων χάριτας Lib.Or.1.53:—Pass., Hdt.4.103. 2 hold up, raise, τὴν κεφαλήν Aret.CD1.3:—Pass., of the overlapping end of a dislocated bone, ὑπεραιωρεῖσθαι τὴν κεφαλὴν τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης to be lifted or drawn over, Hp.Art.70; ὑ. ὑπὲρ τῆς ἀρχαίης ἕδρης ib.71, Fract.14, cf. 41: abs., Id.Art.22: Littré (following Apollon. Cit.) gives the Act. in same sense, Art.73; and so in the Subst. ὑπεραιμ-αιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑ. [ἐμβολαί] ib.25, Mochl.15. 3 in nautical language, ὑπεραιωρηθῆναι c. gen. loci, lie off a place, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου Hdt.6.116.

German (Pape)

[Seite 1190] darüber in die Höhe heben, aufhängen u. schweben lassen, u. pass. darüberhangen, hervorragen über Etwas, τινός, Her. 4, 103 u. Sp., wie Luc. D. Mar. 14, 3. – In der Sprache der Seefahrer ist ὑπεραιωρηθῆναί τινος = auf die Höhe eines Ortes kommen, einem Orte gegenüber erscheinen, Her. 6, 116.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
élever ou tenir en suspens au-dessus;
Pass. 1 s'élever au-dessus de, gén. ; faire saillie en parl. d’un os déboité;
2 t. de mar. parvenir à hauteur de, gén..
Étymologie: ὑπέρ, αἰωρέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραιωρέω: κρατῶ τι ὑψηλά, ὑπεράνω, κρεμῶ τι ὑπεράνω· - Παθ., κρέμαμαι ἢ αἰωροῦμαι ὑπεράνω, ἐκτείνομαι ὑπεράνω, τινος Ἡρόδ. 5. 103, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795 ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 777. 2) ἐν ναυτικῇ γλώσσῃ, ὑπεραιωρηθῆναι, μετὰ γεν. τόπου, ἀράζω, ἐπ’ ὀλίγον εἰς τὰ ἀνοικτὰ τῆς θαλάσσης τόπου τινὸς ἢ λιμένος, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαλήρου, μείναντες ὀλίγον καιρὸν μὲ τὰ πλοῖα, σαλεύοντες ἔξω εἰς τὰ ἀνοικτὰ τοῦ Φαλήρου, Ἡρόδ. 6. 116. 3) ἐγείρω, κρατῶ ὑψηλά, τὴν κεφαλὴν Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· - Παθ., ἐπὶ ὀστοῦ οὗ αἱ ἄκραι ὑπεραιωροῦνται ἐπὶ ἄλλου ὀστοῦ, ὑπεραιωρεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ ὑπὲρ τῆς κοτύλης, ὑψοῦται ὑπεράνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· ὑπ. ὑπὲρ ἀρχαίης ἕδρης ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 761· ὁ Littré ἀποδίδει καὶ εἰς τὸ ἐνεργ. τὴν αὐτὴν σημασίαν, π. Ἄρθρ. 834 (4. 302) οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ οὐσιαστ. ὑπεραιώρησις, εως, ἡ, αἱ ἐξ ὑπ. ἐμβολαὶ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795, πρβλ. 851Β.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραιωρέω:
1) высоко поднимать, подвешивать: ὑπεραιωρέεσθαι τῆς οἰκίης Her. подниматься высоко над домом; ὑπεραιωρηθείς Luc. поднявшись на воздух; ἡ προνομαία ὑπεραιωρουμένη Luc. высоко поднятый хобот (слона);
2) med. доплывать, прибывать (на кораблях): τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθῆναι Φαλήρου Her. доплыть на кораблях до Фалера.